- προδιεξέρχομαι
- προδιεξ-έρχομαι,A go out through before, X.Cyn.5.4; of the motions of the bowels, Gal.16.699.II go through, explain before,
πρὸς ὑμᾶς ὡς ἔχουσιν οἱ νόμοι Aeschin.1.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς ὑμᾶς ὡς ἔχουσιν οἱ νόμοι Aeschin.1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδιεξέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου προηγουμένως και εξέρχομαι 2. αναπτύσσω λεπτομερειακά κάτι εκ τών προτέρων («πρώτον μὲν γὰρ προδιέξειμι πρὸς ὑμᾱς τοὺς νόμους», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξέρχομαι «περνώ,… … Dictionary of Greek
προδιεξῆλθεν — προδιεξέρχομαι go out through before aor ind act 3rd sg προδιεξέρχομαι go out through before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξέλθωσι — προδιεξέρχομαι go out through before aor subj act 3rd pl προδιεξέρχομαι go out through before aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξέλθωσιν — προδιεξέρχομαι go out through before aor subj act 3rd pl προδιεξέρχομαι go out through before aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξελθεῖν — προδιεξέρχομαι go out through before aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξελθόντας — προδιεξέρχομαι go out through before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξελθών — προδιεξέρχομαι go out through before aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξέρχεσθαι — προδιεξέρχομαι go out through before pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξήλθομεν — προδιεξέρχομαι go out through before aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιέξειμι — Α (μέλλ. με σημ. ενεστ.) προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διέξειμι «διαβαίνω, εκθέτω λεπτομερώς»] … Dictionary of Greek
προδιεξοδεύω — Α προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξοδεύω «βρίσκω διέξοδο, διεξέρχομαι»] … Dictionary of Greek